- θερίζεται
- θερίζωdo summer-workpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σανός — Κομμένο και αποξηραμένο χόρτο που χρησιμοποιείται ως βασική τροφή των ζώων κατά τη χειμερινή περίοδο. Η κοπή του χόρτου, με τα χέρια ή με χορτοκοπτικές μηχανές, αρχίζει όταν έχει εξαφανιστεί η δροσιά. Το χόρτο, καθώς θερίζεται, πέφτει και… … Dictionary of Greek
βίκος — Μονοετής ή διετής χνουδωτή πόα της οικογένειας των ψυχανθών, με βλαστό έρποντα ή αναρριχώμενο που φτάνει σε μήκος το 1 μ. Έχει φύλλα σύνθετα, από 5 έως 7 ζεύγη, και ελλειψοειδή ή προμήκη φυλλάρια· μετά το τελευταίο ζεύγος φυλλαρίων καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
δίμηνος — η, ο (AM δίμηνος, ον) ο ηλικίας ή διάρκειας δύο μηνών νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίμηνο χρονικό διάστημα δύο μηνών αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ δίμηνος 2. φρ. «δίμηνος πυρός» στάρι που θερίζεται δυό μήνες μετά τη σπορά του, διμηνίτης … Dictionary of Greek
διμήνι — Ιστορικός οικισμός της νεότερης νεολιθικής περιόδου (3η χιλιετία π.Χ.), κοντά στη σημερινή ομώνυμη κωμόπολη (βλ. λ. Διμήνιο), 4 χλμ. ΝΔ του Βόλου. Οι πρώτες ανασκαφές στην περιοχή έγιναν το 1887, με τη συνεργασία Ελλήνων και ξένων αρχαιολόγων,… … Dictionary of Greek
δρεπανιά — η 1. πλήγμα, χτύπημα με δρεπάνι 2. ποσότητα που θερίζεται με ένα χτύπημα δρεπανιού … Dictionary of Greek
ευθέριστος — εὐθέριστος, ον (Α) 1. αυτός που θερίζεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθέριστον είδος βαλσάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θερίζω] … Dictionary of Greek
οξυθέριστος — ὀξυθέριστος, ον (Μ) αυτός που θερίζεται ή θερίστηκε γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + θερίζω] … Dictionary of Greek
διμήνι — διμήνι, το και διμηνιό, το είδος σταριού που θερίζεται μέσα σε δύο μήνες από τη σπορά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)